- φασματικός
- -ή, -ό / φασματικός, -ή, -όν, ΝΜ [φάσμα, -ατος]φανταστικός, πλαστός, ψευδήςνεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα2. φρ. α) «φασματική ανάλυση»φυσ. μέθοδος ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης τής σύστασης τών ουσιών με βάση την μελέτη τών φασμάτων τουςβ) «φασματική ακολουθία»μαθημ. αλγεβρική κατασκευή η οποία αποτελείται από μια ακολουθία διβαθμολογημένων διαφορικών R-γραμμικών χώρων, όπου R είναι ορισμένος δακτύλιος, στην οποία κάθε Rχώρος είναι η ομολογία τού προηγούμενου R-χώρου ως προς το δεδομένο διαφορικό του. Επιρρ. φασματικῶς Μμε τη φαντασία, φανταστικά.
Dictionary of Greek. 2013.