φασματικός

φασματικός
-ή, -ό / φασματικός, -ή, -όν, ΝΜ [φάσμα, -ατος]
φανταστικός, πλαστός, ψευδής
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα
2. φρ. α) «φασματική ανάλυση»
φυσ. μέθοδος ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης τής σύστασης τών ουσιών με βάση την μελέτη τών φασμάτων τους
β) «φασματική ακολουθία»
μαθημ. αλγεβρική κατασκευή η οποία αποτελείται από μια ακολουθία διβαθμολογημένων διαφορικών R-γραμμικών χώρων, όπου R είναι ορισμένος δακτύλιος, στην οποία κάθε Rχώρος είναι η ομολογία τού προηγούμενου R-χώρου ως προς το δεδομένο διαφορικό του. Επιρρ. φασματικῶς Μ
με τη φαντασία, φανταστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φασματικός — ή, ό επίρρ. ά ο σχετικός με τα φάσματα (βλ. λ.) των φωτεινών και των άλλων πηγών της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας: Φασματική ταξινόμηση των αστέρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • φωτοφασματικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα τού φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + φασματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηρ. Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Αλκάιντ — (Αστρον.). Ονομασία του αστέρα Η της Μεγάλης Άρκτου. Το φαινόμενο μέγεθός του είναι 1,91, το δε απόλυτο 2,2 και ο φασματικός του τύπος Β3. Απέχει από τη Γη 217 έτη φωτός …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • ενεργός θερμοκρασία — (Αστρον.). Η επιφανειακή θερμοκρασία Te ενός αστέρα, όταν εκφράζεται ως θερμοκρασία ενός μελανού σώματος (δηλαδή ενός ιδανικού πομπού θερμικής ακτινοβολίας), που έχει την ίδια ακτίνα με τον αστέρα και εκπέμπει το ίδιο ολικό ποσό ενέργειας Ε ανά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”